Αναρτήσεις

αιώνια μπάζα

Εικόνα
Α.Κ.: Κατά έναν κάθε άλλο παρά περίεργο τρόπο με γυρίζεις πάλι στον έρωτα. Κάποια στιγμή σε είχα ρωτήσει αν ο έρωτας θέλει κότσια. Σήμερα θέλω να σε ρωτήσω αν ο έρωτας είναι πανταχού παρών κατά τη γνώμη σου ακόμα και ως απουσία και αν αυτό το στέρνο ή αυτό το ζευγάρι αδέξια χέρια που ανέφερες είναι στην πραγματικότητα πάντα τα ίδια, εκείνο το ένα στέρνο ή εκείνα τα δύο χέρια που φέρνουν μία ή εκατό φορές τα πάνω κάτω στη ζωή μας, βάζοντας τα πάντα στη θέση τους. Γ.Μ.: Λίγο τον νοιάζει τον έρωτα αν θα περάσει την τάξη ή θα μείνει μεταξεταστέος. Πότε παρακολουθεί ευλαβικά, σχεδόν αριστούχος, με τις σημειώσεις του και τα τετραδιάκια του κομπλέ και πότε το σκάει απ’ το παράθυρο για αξέχαστες κοπάνες και σκασιλάρα του που πήγε στράφι τόσο διάβασμα και θα τη χάσει τη χρονιά από γαμωαπουσίες. Δηλαδή Αλέξανδρε, μην αυταπατάσαι: αυτός είναι ο Κύριος και o Άρχων και ό,τι πει ο K απετάνιος στη σκούνα είναι νόμος και προσευχή. Μας τραβάει σ’ όλα τα λύκεια της επικράτειας να περάσουμ

πατρίδα

Εικόνα
Α.Κ.: Στην παρουσίαση του τελευταίου σου βιβλίου, Μία βοήθεια, παρακαλώ! , απαντώντας σε μία ερώτηση είπες ότι θέλεις την ελευθερία « να γίνεται έξω Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κι εσύ να γράφεις για το γόνατο της Ανακτ o ρίας » . Μου θύμισες τον Τόμας Μανν που από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Ιούλιο του 1940, ως απάντηση στη θηριωδία του Γ΄ Ράιχ, έγραφε τα Αλλαγμένα κεφάλια , την ιστορία της Ζίτα με τους ωραίους γοφούς και των δύο συζύγων της, ενώ αργότερα θα απευθυνόταν με μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών στους Γερμανούς και θα έπαιρνε όντως πολιτική θέση. Κάτι ανάλογο είπες και εσύ, ότι « όταν είναι να πάρεις πολιτική θέση θα το κάνεις ξεκάθαρα » . Ανέφερες επίσης ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι κρύβεται πίσω από έναν εστέτ αλλά ούτε πίσω από έναν στρατευμένο καλλιτέχνη. Μίλησέ μου λίγο για τον καλλιτέχνη σε αυτή την εποχή. Τι καλείται, αν καλείται, ενδεχομένως να διασώσει, κατά τη γνώμη σου. Ή τι προσπαθείς να διασώσεις εσύ. Γ.Μ .: Είπα για την Ανακτορία, ναι… και το γόνατό της…

το πάθος

Εικόνα
Α.Κ.: Δεν υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η καταδεκτικότητα του πόνου που λειτουργεί αναλγητικά να στρεβλώνεται και το μέγεθος του πόνου να χρησιμοποιείται αναλογικά ως απόδειξη μεγάλων συναισθημάτων; Πόσο εύκολο είναι να βγεις απ' αυτόν τον φαύλο κύκλο; Γ.Μ . :  Δεν ξέρω αν όλοι έχουμε μια φαντασίωση πόνου, ακραίου πόνου, πόνου με την ένδειξη « προς φωτοστέφανο » . Εγώ έχω, Αλέξανδρε. Η κρυφή επιθυμία του μαρτυρίου, της αρένας με τα πεινασμένα λιοντάρια, της παγωμένης λίμνης που σε βουτάει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας για να πάψεις να έχεις δέκατα από έρωτα. Φαντασιακός πόνος, που κάποιους τους έκανε Αγίους, κάποιους υψίφωνους και κάποιους του γιατρού. Όσο ελέγχεται και γίνεται κάτι άλλο (παιδί, ορατόριο, μπρούτζινος ανδριάντας, νουβέλα) δεν υπάρχει πρόβλημα. Φυσάει έπαρση, αλλά έπαρση νηπιαγωγείου - « εγώ αγίασα πιο πολύ απ’τον Γιαννάκη, κυρία » . Αν ξεφύγει και γίνει πονολαγνεία, πρέπει επειγόντως να μιλήσεις στον κολλητό σου, στην κομμώτρια, στον διπλανό σου, στον Διονύσιο Σολωμό (

ο πόνος

Εικόνα
Α.Κ.: Πώς ξεπερνάς τον πόνο, Γλυκερία; Μέχρι να ξανάρθει, τουλάχιστον; Γ.Μ . : To έσωσες, Αλέξανδρε, με το σεμνό « μέχρι να ξανάρθει » ... Γιατί ο πόνος (που μας προσδιορίζει και μας κάνει Αλέξανδρους και Γλυκερίες και Μαρίες Πενταγιώτισσες) δεν πρόκειται ν’ αφήσει εύκολα τη θαλπωρή του οικείου ξενιστή. Παρενοχλητικά, παρασιτικά, με αγάπες και λουλούδια –όπως και να’ ναι αυτό το σύμφωνο συμβίωσης, δεν σπάει εύκολα, κι ας πάρεις εργολαβία όλο τον δικηγορικό σύλλογο Αθηνών και προαστίων. Ο πόνος κι ο πονεμένος, ο πόνος και το χέρι, το πόδι, το μεσοθωράκιο κι η ουλή από Νίκο ή από Γιάννη ή από Άγιο Σπυρίδωνα που φορτώθηκες όταν τους κοίταξες βαθιά στα μάτια, ο πόνος από σώμα κι ο πόνος από σεβντά, ο πόνος από μαχαίρι κι ο πόνος από θαύμα είναι εγκατεστημένοι στην οικεία εγκατάσταση που είσαι Εσύ. Στάζει στην καρδιά, ούτε να κοιμηθείς δεν μπορείς με την ησυχία σου, μνησιπήμων ο πόνος –και δεν τα λέω εγώ αυτά, τα λέει ο πιστός μου σκύλος, ο Αισχύλος, κι ο Σεφέρης, που δεν το

τα ψελλίσματα

Εικόνα
Α.Κ.: Θα ήθελα να μου μιλήσεις λίγο για τα τα ψελλίσματα που δεν μπόρεσαν να κάνουν σλάλομ στην σταφυλή κι έμειναν προθέσεις . Έχω την αίσθηση ότι κάποιες φορές τα ψελλίσματα αυτά μπορεί να είναι εκκωφαντικά. Γ.Μ.: Σπάνε τύμπανα, Α λέξανδρε. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι, πόσοι γνωστοί μας και πόσοι άγνωστοί μας, κάθονται ήσυχα ήσυχα στην καρέκλα τους και μιλάνε για τον βοριά που τ’ αρνάκια παγώνει , ενώ στ’ αυτιά τους κατεδαφίζεται η Ρώμη; Σάλπιγγες, θούριοι, ποδοβολητά, κραυγές - η χαρά του ηχολήπτη και η δόξα του ωτορινολαρυγγολόγου , καθώς πίνουν με μικρές γουλιές τον νες καφέ κλασίκ τους. Μεγάλη ήττα, προσωπική και καλλιτεχνική. Αν δεν βγούνε προς τα έξω τα ψελλίσματα, θα τελειώσει η αυτοκρατορία με μια εκκωφαντική έκρηξη στη μέση μιας συνοικιακής καφετέριας, κάπου στην πλατεία Κυψέλης. Με τις προθέσεις δεν γίνεται γάμος. Γι’αυτό είναι ακραίο το σπορ, πετάει έξω το ελαφρύ ιππικό. Πρέπει να μην μείνει λέξη στη σταφυλή, να μην κρυφτεί ούτε τελίτσα στον οισοφάγο και στα υπόλοιπα

ο μηχανισμός

Εικόνα
Α.Κ.: Έχοντας αυτή τη σχέση με τη γλώσσα, φαντάζομαι ότι πρέπει να είναι κάπως οδυνηρό ν' ακούς κούφια λόγια, δικαιολογίες, ψέματα, τόσο σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο όσο και στις προσωπικές σου συναναστροφές. Και δεν μιλάω για εκείνα τα ψέματα που μπορεί να ζητάει ν' ακούσει κανείς όπως η Πέτρα φον Καντ. Αυτά είναι άλλη ιστορία, κι αν θέλεις μου λες και για αυτά. Γ.Μ.: Ό λα είναι γλώσσα, Αλέξανδρε. Και τα ψεύτικα τα λόγια που δονούν εξέδρες κι οι φριχτές αλήθειες που περνάνε στρατοδικείο και τα ψελλίσματα που δεν μπόρεσαν να κάνουν σλάλομ στην σταφυλή κι έμειναν προθέσεις. Όλα τ’ αλέθει ο αιώνιος, ακατάλυτος, παμπόνηρος μύλος που λέγεται γλώσσα μου/σου/του. Δεν είναι οδυνηρό πια, ήταν οδυνηρό κάποτε. Όταν καταλάβεις ότι κάποια στιγμή θα πεις “έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς ψηλά βουνά”, όταν καταλάβεις ότι καμμιά εταιρία σεκιούριτυ δεν θα σε σώσει όταν θα διαλύεται το παζλ σου στον αέρα, τότε θα σου φανούνε θρεψίνη όλα τα παλιόλογα. Τ’ ακούς και τα κάνεις κάτι

το σώμα

Εικόνα
Α.Κ.: Καταπίνω, ίσως προς το παρόν μόνο, την ερώτηση που μου ήρθε πρώτη στο μυαλό με την απάντησή σου, και δεν σου ζητάω να μου μιλήσεις για τον φόβο. Θα ήθελα να μου μιλήσεις για εκείνες τις μικρές ή μικρότερες γιορτές που όλες μαζί συνθέτουν για σένα τη μία μεγάλη γιορτή. Γ.Μ.: Η γλώσσα είναι για μένα η μικρή κι η μικρότερη κι η τοσοδούλα γιορτή, που όταν την πετύχω στα πολύ εύγλωττα και τα πολύ κοινωνικά της, να κάνει εκείνα τα μεγάλα αξέχαστα πάρτυ, που όλοι χορεύουν και φιλιούνται και λένε « ας φύγω τώρα, τώρα που το είπα και το άκουσαν αυτό που είπα, δε με νοιάζει και Χάρο δε φοβάμαι », γίνεται η μεγάλη και η μεγαλύτερη και η πιο-μέγαλη-δεν-γίνεται γιορτή. Όλα είναι η γλώσσα, Αλέξανδρε. Λάμπει με τα παραγλωσσικά της και με τα εξωγλωσσικά της κι όλα της τα μπωτέ – χέρια, πόδια, βλέμματα, παύσεις, ένταση . Εγώ μόνο μες στη γλώσσα κάνω πανηγύρι και γενέθλια και μη-γενέθλια και Πάσχα. Με τη γλώσσα λέω σ’ αγαπώ και μείνε να παραγγείλουμε μια πίτσα πεπερόνε και σου έγραψ